- μπουτζίκι
- μπουτζίκι, τὸ (Μ)μετρική μονάδα χωρητικότητας δημητριακών.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποκορ. τού ουσ. μπότζα / μπότσα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται είτε με το ιταλ. moggio, βεν. mozo «μόδιος» είτε με τουρκ. buşuk «μισός»].
Dictionary of Greek. 2013.